- λωποδυτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο λωποδύτη ή γίνεται με λωποδυσία: Με τη λωποδυτική του ικανότητα πλουτίζει χωρίς κόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λωποδυτικός — ή, ό [λωποδύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λωποδύτη, που γίνεται με λωποδυσία. επίρρ... λωποδυτικώς με τον τρόπο τού λωποδύτη, με λωποδυσία, όπως οι λωποδύτες … Dictionary of Greek
κλέφτικος — η, ο και κλέφτικός, ή, ό [κλέφτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλέφτη ή στην κλοπή, επιρρεπής στην κλοπή, ληστρικός, λωποδύτικος («κλέφτικος γάτος») 2. (επί τουρκοκρατίας) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κλέφτες, τις ελληνικές… … Dictionary of Greek